εντοπιστικός

εντοπιστικός
η , ό[ν] прям. , перен. локализующий; ограничивающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εντοπιστικός" в других словарях:

  • εντοπιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντόπιση, που έγινε ή γίνεται για εντοπισμό «εντοπιστικά μέτρα τής επιδημίας» επίρρ... εντοπιστικώς, ά με τρόπο που αναφέρεται στην εντόπιση ή σχετίζεται με τον εντοπισμό …   Dictionary of Greek

  • εντοπιστικός — ή, ό που συντελεί στον εντοπισμό (βλ. λ.), που γίνεται για εντοπισμό: Εντοπιστικά μέτρα της επιδημίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»